απροσομιλος

απροσομιλος
    ἀπροσόμιλος
    ἀ-προσόμῑλος
    2
    необщительный, нелюдимый
    

(γῆρας Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απροσομιλος" в других словарях:

  • απροσόμιλος — ἀπροσόμιλος, ον (Α) κ. μίλητος, ον (Μ) [προσομιλώ] ακοινώνητος, δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσόμιλον — ἀπροσόμῑλον , ἀπροσόμιλος unsociable masc/fem acc sg ἀπροσόμῑλον , ἀπροσόμιλος unsociable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσόμιλα — ἀπροσόμῑλα , ἀπροσόμιλος unsociable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»